- Συκιάς
- Παράλιος οικισμός (641 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (1 τ. χλμ., 641 κάτ.) και βρίσκεται νοτιοανατολικά και κοντά στο Ξυλόκαστρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συκίας — συκίᾱς , συκία fem acc pl συκίᾱς , συκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεμαστά Συκιάς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Τα Κ. βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του νομού, 102 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ινάχου … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
Sithonia (Gemeinde) — Δήμος Σιθωνίας (Σιθωνία) … Deutsch Wikipedia
Toroni (Gemeinde) — Gemeinde Toroni (1997–2010) Δήμος Τορώνης (Τορώνη) … Deutsch Wikipedia
αποθριάζω — ἀποθριάζω (Α) 1. μαδώ τα φύλλα της συκιάς 2. ειρων. ευνουχίζω (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + θριάζω < θρίον «φύλλο συκιάς»] … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
ενθριώ — ἐνθριῶ, όω (Α) 1. περιτυλίγω σε φύλλο συκιάς, περικαλύπτω, περιβάλλω 2. συνεκδ. (παβ.) σκεπάζομαι μ ένα ρούχο («ἀλλ οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει», Αριστοφ.) 3. εξαπατώ, τυλίγω κάποιον στα δίχτια μου («ὁ σός με παῑς ἐντεθρίωκεν», Μέν.) 4. (κατά τον… … Dictionary of Greek
ερινασμός — ο (AM ἐρινασμός) [ερινάζω] (γεωπ.) η τεχνητή γονιμοποίηση ήμερης συκιάς με την ανάρτηση στα κλαδιά της καρπών άγριας συκιάς, κν. όρνισμα ή ρίνιασμα … Dictionary of Greek